- ελεύθω
- ἐλεύθω (Α)έρχομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός τής αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι*), ο αόρ. ήλθον- και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων.-αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας χρησιμοποιείται προπάντως ο τ. έρχομαι* και είμι. Ο μελλ. ελεύσομαι και ο παρακμ. ελήλυθα σχηματίζονται από θ. ελευθ- / ελυθ-, τού οποίου το τελικό δασύ οδοντικό -θ- δεν απαντά σταθεράπρβλ. ήλυ-σις, ελήλυ-μεν, (προσ)-ήλυτος, νέ-ηλυς κ.λπ. Πρόκειται ίσως για αναλογικούς σχηματισμούς κατά το ελεύ[θ]σομαι, αλλά είναι πιθ. επίσης το -θ- να αποτελεί μορφολογικό στοιχείο με εκφραστική αξία, μέσω τού οποίου δηλώνεται η ολοκλήρωση μιας πράξεως. Η συνήθης σύνδεση με αρχ. ιρλ. αόρ. lod, luid και αρχ. ινδ. ro(d)hati οδηγεί στην υπόθεση υπάρξεως αρχικού προθηματικού –ελ- στον ελλ. τ. Υποστηρίχτηκε ότι υπάρχει αρχική ρίζα *el-eu, *el-u, συχνά παρεκτεταμένη με dh. Σχετικά με τους τ. τού αορ. ήλυθον και ήλθον, επειδή ο πρώτος απαντά στην επική και λυρική ποίηση και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *el- (πρβλ. ελαύνω), θεωρείται αρχικός. Ο δε τ. ήλθον ερμηνεύτηκε είτε ως συμφυρμός τών ήλυθον και δωρ. ήνθον είτε τών ήλυθον και *ήρθον (τού έρχομαι) είτε ως συγκεκομμένος τ. τού ήλυθον].
Dictionary of Greek. 2013.